Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι το σύνολο των βλαβών που προκαλούνται στον αμφιβληστροειδή από το σακχαρώδη διαβήτη. Ο σακχαρώδης διαβήτης προκαλεί αλλοιώσεις στα αγγεία του αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα την απώλεια υγρού από αυτά εντός του αμφιβληστροειδούς (οίδημα), μικροαιμορραγίες, διευρύνσεις αγγείων (μικροανευρύσματα), απώλεια αιμάτωσης περιοχών του αμφιβληστροειδούς (ισχαιμίες) και περαιτέρω αλλοιώσεις των αγγείων που έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία παθολογικών αγγείων (νεοαγγείων), τα οποία ρήγνυνται από μόνα τους και προκαλούν αιμορραγία εντός του ματιού (ενδοϋαλοειδική αιμορραγία).
Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια στα πρώιμα στάδια της μπορεί να μη γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή. Όταν επηρεάζεται η ωχρά κηλίδα με τη δημιουργία διαβητικού οιδήματος, οι ασθενείς εμφανίζουν θόλωση της όρασής τους και αδυναμία να διαβάσουν ακόμη και με τα γυαλιά τους. Σε περίπτωση αιμορραγίας εντός του ματιού από ρήξη νεοαγγείων (ενδοϋαλοειδική) οι ασθενείς παραπονιούνται για απότομη έντονη πτώση της όρασής τους που δε συνοδεύεται από πόνο.
Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη θα πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτικά χρονικά διαστήματα από τον οφθαλμίατρό τους και να υποβάλλονται σε βυθοσκόπηση για την καταγραφή της κατάστασης του ματιού τους και τη σταδιοποίηση τη διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Αναλόγως των βλαβών που υπάρχουν, μπορεί να συνίσταται απλή παρακολούθηση, θεραπεία με Argon laser, ενδοϋαλοειδικές ενέσεις με anti-VEGF παράγοντες ή υαλοειδεκτομή. Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να αποβεί κρίσιμη για τη διατήρηση της όρασης του ασθενούς.