Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα παθήσεων που προκαλούν βραδεία προοδευτική εκφύλιση του οπτικού νεύρου, του «καλωδίου» δηλαδή που μεταφέρει την οπτική πληροφορία προς τον εγκέφαλο. Το γλαύκωμα είναι σήμερα η δεύτερη αιτία μη αναστρέψιμης τύφλωσης παγκοσμίως.
Το γλαύκωμα θεωρείται νόσος που αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες. Σε πολύ μεγάλες ηλικίες, όμως, διαγιγνώσκονται προχωρημένα γλαυκώματα, στα οποία το όφελος της θεραπείας δεν είναι σημαντικό, αφού οι βλάβες είναι ήδη εγκατεστημένες και μη αναστρέψιμες. Επομένως η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να επιτρέψει με τη σωστή διαχείριση στη διατήρηση λειτουργικής και επαρκούς όρασης εφ’ όρου ζωής. Για αυτό συνιστάται μια προληπτική εξέταση για γλαύκωμα όταν συμπληρώσουμε το 40ο έτος της ηλικίας μας. Υπάρχουν βέβαια και άλλες σπανιότερες ειδικές μορφές γλαυκώματος που εμφανίζονται ακόμα και κατά την παιδική και νεανική ηλικία και συνήθως είναι πιο επιθετικές.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων έχουν ενδοφθάλμια πίεση (πίεση εντός του οφθαλμού) μεταξύ 10 και 21 mmHg (φυσιολογικά όρια). Όταν η ενδοφθάλμια πίεση είναι ανώτερη των 21mmHg τότε ο ασθενής έχει οφθαλμική υπερτονία και αυτό αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση γλαυκώματος. Η οφθαλμική υπερτονία, βέβαια, δεν προκαλεί σε όλους τους ανθρώπους γλαύκωμα. Ακόμη υπάρχει και γλαύκωμα κατά το οποίο η πίεση είναι φαινομενικά φυσιολογική και ονομάζεται Γλαύκωμα Φυσιολογικής Πίεσης (Normal Tension Glaucoma). Αυτό υποδηλώνει ότι η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη για την εμφάνιση γλαυκώματος, αλλά ένας πολύ σημαντικός παράγοντας κινδύνου.
Το χρόνιο γλαύκωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πάθηση γιατί διαδράμει τελείως ασυμπτωματικά μέχρι τα προχωρημένα στάδια της νόσου. Ο ασθενής τις περισσότερες φορές δεν αντιλαμβάνεται κάτι και η διάγνωση γίνεται τυχαία από τον οφθαλμίατρο. Σε προχωρημένο γλαύκωμα ο ασθενής έχει έκπτωση του οπτικού του πεδίου από την περιφέρεια προς το κέντρο, μείωση δηλαδή της αντίληψης του χώρου, ελαττωμένη ικανότητα προσαρμογής σε ακραίες συνθήκες φωτισμού και μειωμένο contrast sensitivity.
Για τη διάγνωση του γλαυκώματος απαιτούνται μία σειρά από εξετάσεις καθώς και λήψη σωστού ιστορικού από τον ασθενή. Είναι απαραίτητο να μετράται η ενδοφθάλμια πίεση και να καταγράφονται τόσο οι λειτουργικές βλάβες του οπτικού νεύρου με την εξέταση των οπτικών πεδίων όσο και οι δομικές βλάβες του οπτικού νεύρου μέσω βυθοσκόπησης και άλλων πιο εξειδικευμένων εξετάσεων (OCT, HRT, GDx).
Το γλαύκωμα πρέπει να αντιμετωπίζεται άμεσα και να γίνεται η προσωποποίηση της αγωγής σε κάθε ασθενή. Στόχος του οφθαλμίατρου είναι να μειώσει την ενδοφθάλμια πίεση σε ένα τέτοιο επίπεδο (πίεση στόχος), που δε θα προκαλούνται περαιτέρω βλάβες στο οπτικό νεύρο. Αυτό απαιτεί ενδελεχή εξέταση και τακτικούς επανελέγχους και επιτυγχάνεται είτε φαρμακευτικά με σταγόνες, είτε με μεθόδους laser, είτε χειρουργικά όταν οι προηγούμενες μέθοδοι δεν είναι επαρκείς.